ἐμπυρριχίζων

ἐμπυρριχίζων
ἐν-πυρριχίζω
dance the
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπυρριχίζω — ἐμπυρριχίζω (Α) αλαζονεύω, κομπάζω, υπερηφανεύομαι για κάτι με τρόπο όχι κόσμιο («ἐμπυρριχίζων τῇ τῶν σοφισμάτων στροφῇ», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”